- κρυπτοχριστιανοί
- οιχριστιανοί που φαινομενικά ασπάστηκαν τον ισλαμισμό για ν' αποφύγουν τους διωγμούς από τους Τούρκους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… … Dictionary of Greek
Τουρκοκρήτες — (ή Τουρκοκρητικοί). Οι εκτουρκισμένοι Κρητικοί, Έλληνες δηλαδή ορθόδοξοι οι οποίοι ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό για να αποφεύγουν τις διώξεις των Τούρκων. Μιλούσαν ελληνικά, οι περισσότεροι όμως έγιναν φανατικοί μουσουλμάνοι και συντηρούσαν… … Dictionary of Greek
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
λινοβάμβακος — και λινομπάμπακος, η, ο (Μ λινοβάμβακος, ον) 1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού 2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, ακος με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
σταυριώτες — οι, Ν κρυπτοχριστιανοί τής Μικράς Ασίας και άλλων περιοχών κατά την τουρκοκρατία που είχαν μόνο φαινομενικά εξισλαμιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κατάλ. ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] … Dictionary of Greek
Κουρμούλης — Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Μεσαρά της Κρήτης, γνωστοί ως Κ. οι κρυπτοχριστιανοί. Από το 1680 οι Κ. ασπάστηκαν φανερά τον ισλαμισμό, ενώ στην πραγματικότητα τελούσαν κρυφά τα χριστιανικά μυστήρια (γάμους, βαφτίσεις κλπ.). Λόγω της… … Dictionary of Greek
Κυρίμης — Επώνυμο πλούσιας και ισχυρής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας από τον Μυλοπόταμο της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 πολέμησαν στον στρατό των Τούρκων εναντίον των επαναστατών. Παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί έως το 1878, οπότε η… … Dictionary of Greek
АЛБАНИЯ — [Республика Албания, Шкиприя, албан. Shqipёria], гос во на юге Европы. Территория: 28,75 тыс. кв. км. Столица: Тирана (270 тыс. чел. 1995). Крупнейшие города: Дуррес, Шкодер, Эльбасан, Влёра. Гос. язык: албанский. География. Расположена в юго зап … Православная энциклопедия